συναπτός

συναπτός
-ή, -ό / συναπτός, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και συναπτή, ΜΑ [συνάπτω]
1. ενωμένος, συνδεδεμένος
2. συνεχής, αδιάκοπος, αλλεπάλληλος (α. «η πολιορκία κράτησε τρία συναπτά έτη» β. «συναπτὰς ποιήσομεν τὰς πράξεις», Αριστοτ.)
3. το θηλ. ως ουσ. η συναπτή
(στην Ορθόδοξη Εκκλησία) καθεμία από τις εκφωνούμενες συναπτώς από τον διάκονο ή τον ιερέα παρακελεύσεις, σύντομες ευχές που συνδέονται μεταξύ τους και καταλήγουν με τη φράση τοῡ κυρίου δεηθῶμεν και με τις οποίες καλείται το εκκλησίασμα να δεηθεί
4. φρ. α) «μεγάλη συναπτή» — συναπτή η οποία, στην κλασική της μορφή, αποτελείται από 13 παρακελεύσεις
β) «μικρή συναπτή» — επιτομή τής μεγάλης συναπτής που περιλαμβάνει την πρώτη και τις δύο τελευταίες παρακελεύσεις της
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. ζωολ. άποδο ερμαφρόδιτο ολοθούριο τής ομοταξίας ολοθουροειδή, που ζει σε μεγάλα θαλάσσια βάθη χωμένο στην άμμο και χωρίς βαδιστικούς ποδίσκους
2. το αρσ. ως ουσ. ο συναπτός
ζωολ. παλαιότερη ονομασία τής συναπτής.
επίρρ...
συναπτώς / συναπτῶς ΝΜ, και συναπτά Ν
κατά τρόπο συναπτό, με συνέχεια, συνεχώς, αδιάκοπα («μὴ συναπτῶς ἐκφωνεῑσθαι τοὺς ψαλμούς, ἀλλὰ διὰ μέσου γίγνεσθαι καὶ ἀναγνώσεις», Βαλσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συναπτόν — συναπτός joined together masc/fem acc sg συναπτός joined together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπτοί — συναπτός joined together masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπτούς — συναπτός joined together masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπτά — συναπτός joined together neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπτῶν — συναπτός joined together masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπτῶς — συναπτός joined together adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπτῷ — συναπτός joined together masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνοσύναπτος — ον, Α πυκνοσύγκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνῶς + συναπτός (< συνάπτομαι)] …   Dictionary of Greek

  • συναπτή — η, ΝΜΑ βλ. συναπτός …   Dictionary of Greek

  • συναπτώς — συναπτῶς ΝΜ, και συναπτά Ν βλ. συναπτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”